- ζωοφυσική
- ηζωολ. κλάδος τής ζωολογίας που ασχολείται με τη μελέτη τών φυσικών ιδιοτήτων τών ζώων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoophysics < zoo- (πρβλ. ζω(ο)- [II]) + physics (πρβλ. φυσική)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωοφυσική — η (ζωολ.), κλάδος της ζωολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φυσικών ιδιοτήτων των ζώων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek